μολοντούτο

μολοντούτο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μολοντούτο" в других словарях:

  • μολοντούτο — επίρρ. τροπ., όμως, παρ όλα αυτά, μολαταύτα: Δεν έφαγα όλη μέρα, μολοντούτο δεν πεινώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολοντούτο — (συνδ. εναντιωματικός) βλ. μολαταύτα …   Dictionary of Greek

  • μολαταύτα — και μολοντούτο επίρρ. παρ όλα αυτά, ωστόσο, εντούτοις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. με ὅλα ταῦτα. Ο τ. μολοντούτο < μὲ ὅλον τοῦτο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»